- ισοκλεής
- ἰσοκλεής, -ές (Α)αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.επίρρ...ἰσοκλεῶς (Μ)με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοκλεής — equal in glory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεῆ — ἰσοκλεής equal in glory neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοκλεής equal in glory masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοκλεής equal in glory masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεεῖς — ἰσοκλεής equal in glory masc/fem acc pl ἰσοκλεής equal in glory masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεᾶ — ἰσοκλεής equal in glory neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἰσοκλεής equal in glory masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεές — ἰσοκλεής equal in glory masc/fem voc sg ἰσοκλεής equal in glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεέσιν — ἰσοκλεής equal in glory masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκλεῶν — ἰσοκλεής equal in glory masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόδοξος — ἰσόδοξος, ον (Α) (γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα. επίρρ... ἰσοδόξως (Α) με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek